προεκδημώ

προεκδημώ
-έω, ΜΑ
αποδημώ, ξενιτεύομαι προηγουμένως
μσν.
μτφ. (για μοναχό) απαρνούμαι τα εγκόσμια («οἶς ἔργον προεκδημῆσαι τοῡ σώματος καὶ ζῶντας τεθνάναι καὶ σώφρονι μανίᾳ τινὶ μεταφοιτᾱν πρὸς τὰ κρείττονα», Θεοφύλ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκδημῶ «ξενιτεύομαι, είμαι εξόριστος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”